- δολώπις
- δολῶπις, η (Α)αυτή που έχει δολερά μάτια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δολῶπις — artful looking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek